εκλυτρούμαι

εκλυτρούμαι
ἐκλυτροῡμαι (-όομαι) (AM)
1. απολυτρώνω, απελευθερώνω κάποιον με λύτρα
2. σώζω από τον θάνατο και την αμαρτία («ἐκ φθορᾱς ἐκλυτρούμενος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”